- ἀντιστροφῆς
- ἀντιστροφήa turning aboutfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α … Dictionary of Greek
κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
μεσωδός — μεσωδός, ἡ (Α) μέρος χορικού άσματος το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ τής στροφής και τής αντιστροφής χωρίς κάποιο άλλο, που να ανταποκρίνεται σε αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. επ ωδός] … Dictionary of Greek
μεταληπτικός — μεταληπτικός, ή, όν (ΑM) [μεταλαμβάνω] αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι αρχ. 1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.) 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο… … Dictionary of Greek
παράγραφος — η, ΝΑ, και παράγραφος, ή, Ν νεοελλ. 1. μικρό τμήμα τού γραπτού πεζού λόγου, ενδιάμεση ενότητα κειμένου που αποτελείται από περιόδους, έχει μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά και σημειώνεται είτε με ένα λευκό… … Dictionary of Greek
πιεζοδιαπίδυση — η, Ν (χημ. τεχνολ.) τεχνική αφαλάτωσης τού νερού, κατά την οποία η διέλευση τών ιόντων διά μέσου τών πόρων ενός διαφράγματος εξαναγκάζεται με άσκηση πίεσης, και που είναι ανάλογη με την τεχνική τής αντίστροφης ώσμωσης, κατά την οποία με επιβολή… … Dictionary of Greek